αποκυνίδες

αποκυνίδες
(apocynaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των στρεψανθών. Περιλαμβάνει ποώδη, θαμνώδη ή δενδρώδη φυτά, μερικά από τα οποία είναι αναρριχητικά. Τα άνθη τους είναι ακτινωτά και τα σπέρματά τους έχουν μια τούφα από τρίχες για την καλύτερη διασπορά τους. Χαρακτηριστικό της οικογένειας είναι η παρουσία γαλακτώδους χυμού σε ειδικούς εσωτερικούς εκκριτικούς σχηματισμούς, τους γαλακτοφόρους σωλήνες, που βρίσκονται σε όλο το μήκος του φυτικού σώματος. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν περίπου 1.100 είδη. Πολλά είναι δηλητηριώδη, φαρμακευτικά ή χρήσιμα για την παραγωγή καουτσούκ και χρωστικών ουσιών. Στην οικογένεια αυτή ανήκει και η πικροδάφνη ή ροδοδάφνη, που ονομάζεται επιστημονικά νήριο το ολέανδρο.Στην Ελλάδα η πικροδάφνη είναι διακοσμητικό φυτό. Πικροδάφνη, φυτό της οικογένειας των αποκυνιδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεβετία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη γεντιανώδη, οικογένεια αποκυνίδες …   Dictionary of Greek

  • παχυπόδιο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη γεντιανώδη, οικογένεια αποκυνίδες, και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη ξυλωδών θαμνόμορφων φυτών και δέντρων που είναι ιθαγενή τής Νότιας Αφρικής και τής Μαδαγασκάρης …   Dictionary of Greek

  • ραουβόλφια — (rauvolfia). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των αποκυνιδών. Αριθμεί περίπου 60 είδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ωκεανίας. Είναι δέντρο ή θάμνος, με φύλλα αντίθετα ή σε σπονδύλους, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • στρόφανθος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strophanthus (< στροφός + άνθος)] …   Dictionary of Greek

  • ταβερνάνθη — η, Ν βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη …   Dictionary of Greek

  • ταβερναιμοντάνα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη δένδρων και θάμνων τής Μαλαϊκής Χερσονήσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. tabernaemontana < Tabernaemontanus,… …   Dictionary of Greek

  • τραχηλόσπερμο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη αειθαλών θαμνόμορφων αναρριχητικών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachelospermum (<… …   Dictionary of Greek

  • φουντουμία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. funtumia] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”