θεβετία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη γεντιανώδη, οικογένεια αποκυνίδες … Dictionary of Greek
παχυπόδιο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη γεντιανώδη, οικογένεια αποκυνίδες, και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη ξυλωδών θαμνόμορφων φυτών και δέντρων που είναι ιθαγενή τής Νότιας Αφρικής και τής Μαδαγασκάρης … Dictionary of Greek
ραουβόλφια — (rauvolfia). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των αποκυνιδών. Αριθμεί περίπου 60 είδη, που ευδοκιμούν στις τροπικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ωκεανίας. Είναι δέντρο ή θάμνος, με φύλλα αντίθετα ή σε σπονδύλους, οπότε… … Dictionary of Greek
στρόφανθος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strophanthus (< στροφός + άνθος)] … Dictionary of Greek
ταβερνάνθη — η, Ν βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη … Dictionary of Greek
ταβερναιμοντάνα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη δένδρων και θάμνων τής Μαλαϊκής Χερσονήσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. tabernaemontana < Tabernaemontanus,… … Dictionary of Greek
τραχηλόσπερμο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες τής τάξης γεντιανώδη και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη αειθαλών θαμνόμορφων αναρριχητικών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachelospermum (<… … Dictionary of Greek
φουντουμία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. funtumia] … Dictionary of Greek